λείκτης

λείκτης
λείκτης, ὁ (Α) [λείχω]
γλείφτης, αυτός που γλείφει.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λείκτης — cunnilingus masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιδοιολείκτης — αἰδοιολείκτης, ο (Α) αυτός που λείχει, που γλείφει τα αιδοία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰδοῖα + λείκτης < λείχω «γλείφω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”